Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Η βιογραφία του Τσε Γκεβάρα


Τσε Γκεβάρα Ερνέστο ή Γκεβάρα Τσε (Ροζάριο 1928 - Βολιβία 1967) Ο Ερνέστο Τσε Γκουεβάρα υπήρξε από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της Κουβανικής Επανάστασης και καθοδηγητικό στέλεχος στην κομουνιστική κυβέρνηση του Φιντέλ Κάστρο.
Γιος του Ερνέστο Γκουεβάρα Λιντς, γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροζάριο, δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Αργεντινής. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά της οικογένειας και η μητέρα του Σέλια ντε λα Σέρνα τον ονόμασε Ερνέστο προς τιμή του άνδρα της. Στο σπίτι τον αποκαλούσαν Τετέ, ενώ το όνομα Τσε το απέκτησε αργότερα.
Οι ειδήμονες υποστηρίζουν ότι το "τσε" οι Αργεντινοί το δανείστηκαν από τους Ινδιάνους Γκουαρανί, στη διάλεκτο των οποίων σήμαινε "δικό μου". Οι κάτοικοι όμως των πάμπας το χρησιμοποιούσαν για να εκφράσουν ποικίλα συναισθήματα, όπως χαρά, λύπη.
Οι Κουβανοί επαναστάτες, που είχαν ιδιαίτερη αγάπη σ` αυτό το επιφώνημα, φώναζαν τον Γκουεβάρα, Ερνέστο Γκουεβάρα Τσε, ώσπου το επιφώνημα αυτό έγινε το μαχητικό του ψευδώνυμο, με το οποίο κατέστη γνωστός σ` όλο τον κόσμο. Για τον ίδιο, το "Τσε" ήταν το πιο αγαπημένο όνομα στη ζωή του.
Στις 2 Μαΐου 1930 ανακαλύπτουν ότι ο Τσε υποφέρει από άσθμα και για το λόγο αυτόν περνά τα πρώτα μαθητικά του χρόνια στο σπίτι. Αργότερα φοίτησε στο γυμνάσιο της Άλτα Γκράσια, αλλά με διαλείμματα. Όλα αυτά τα χρόνια διάβαζε πολλά από τα χιλιάδες βιβλία που είχαν οι γονείς του. Αγαπημένοι του συγγραφείς ήταν ο Σαλγκάρι, ο Ιούλιος Βερν, ο Δουμάς, ο Ουγκώ, ο Τζακ Λόντον, ο Θερβάντες, ο Τολστόι, ο Ντοστογιέφσκι. Αγαπούσε ιδιαίτερα τα ποιήματα του Πάμπλο Νερούντα. Στο σακίδιό του μαζί με το "Βολιβιανό Ημερολόγιο" βρέθηκε και ένα τετράδιο με αγαπημένα του ποιήματα.
Το 1941 γράφτηκε στο κρατικό κολέγιο του Ντεάν Φούνες στην Κόρντοβα, απ` όπου αποφοίτησε το 1945. Τον ίδιο χρόνο άρχισε τις σπουδές του στην ιατρική σχολή του Μπουένος Άιρες, όπου μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του.
Αν και οι κρίσεις άσθματος ήταν συχνές, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και διακρίθηκε. Μαθητής ακόμα μπήκε στην τοπική αθλητική λέσχη "Αταλάια" και έπαιξε στην εφεδρική ποδοσφαιρική ομάδα. Έπαιζε ράγκμπι, έκανε ιππασία, αγαπούσε το γκολφ και την ανεμοπορία, αλλά το μεγαλύτερο πάθος του ήταν το ποδήλατο.
Οι σπουδές του ολοκληρώθηκαν το Μάρτιο του 1953, όταν πήρε το δίπλωμα του χειρουργού με ειδίκευση στη δερματολογία. Στη συνέχεια κατατάχτηκε στο στρατό για την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων. Για λόγους υγείας όμως (άσθμα) η ιατρική επιτροπή τον έκρινε ακατάλληλο για τη στρατιωτική υπηρεσία.
Από πολύ νωρίς ο Τσε έδειξε ενδιαφέρον για τα προβλήματα που μάστιζαν τον κόσμο. Το 1948 πέρασε τις διακοπές του δουλεύοντας στο λεπροκομείο του Σαν Φρανσίσκο ντε Σανάρ, στα ορεινά της Κόρδοβα. Το ερώτημα που τον βασάνιζε κάθε μέρα και περισσότερο ήταν πώς τελικά θ` αλλάξει τη ζωή των λαών της Λατινικής Αμερικής προς το καλύτερο, πώς θα τους απαλλάξει από τη φτώχεια και τις αρρώστιες, πώς θα τους απελευθερώσει από την καταπίεση των μεγάλων γαιοκτημόνων, των καπιταλιστών και των ξένων μονοπωλίων. Μ` αφορμή την αναζήτηση απάντησης στα ερωτήματά του στο τελευταίο έτος της ιατρικής (Σεπτέμβριος 1951) δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρόταση του Αλμπέρτο Γκρανάντος ή Μιάλ να επισκεφθούν μαζί τα αντιλεπρικά θεραπευτικά ιδρύματα των γειτονικών τους χωρών.
Η περιπλάνηση άρχισε στις 29 Δεκεμβρίου 1951. Ξεκίνησαν με μοτοσικλέτα απ` τη Χιλή. Ταλαιπωρήθηκαν αρκετά, γιατί το δίτροχο Ροσινάντε χαλούσε συνέχεια. Τα λεφτά τελείωσαν σύντομα και αναγκάστηκαν πολλές φορές να δουλέψουν για να εξασφαλίσουν φαγητό. Επισκέφτηκαν το Πετρομπούε, το Οσόρο, τη Βαλντίβια και στις 18 Φλεβάρη 1952 έφτασαν στη χιλιανή πόλη Τεμούκο και από εκεί στο Βαλπαραΐσο. Κοντά στο Σαντιάγκο η μηχανή χάλασε και χρησιμοποιώντας περαστικά μεταφορικά μέσα συνέχισαν ως το Περού, όπου είδαν από κοντά την άθλια κατάσταση διαβίωσης των Ινδιάνων Κετσούα και Εμάρα, ενώ στο Κούσκο ο Ερνέστο ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τη μελέτη του παρελθόντος των Ίνκας. Από την πόλη Μάτσου Πίκτσου έφτασαν στο χωριό Ουάμπου, όπου έμειναν στο αντιλεπρικό θεραπευτήριο και από κει κατευθύνθηκαν προς το Σαν Πάμπλο. Στην πορεία ο Τσε αρρώστησε σοβαρά, αλλά με τη σιδερένια του θέληση κατόρθωσε να αναρρώσει γρήγορα στο νοσοκομείο του Ικιτός και να συνεχίσουν το ταξίδι στον Αμαζόνιο προς την κατεύθυνση του Σαν Πάμπλο. Ασχολήθηκαν με τη θεραπεία των αρρώστων του αντιλεπρικού θεραπευτηρίου της πόλης και οι ασθενείς για να τους ευχαριστήσουν τους έφτιαξαν μια σχεδία με το όνομα Μάμπο-Τάγκο, για να φτάσουν στο Λετίσι, λιμάνι στις όχθες του Αμαζονίου. Όταν έφτασαν εκεί, επειδή απ` την ταλαιπωρία ήταν σε άσχημη κατάσταση, κίνησαν υποψίες και τους φυλάκισαν. Ο διευθυντής της αστυνομίας έμαθε ότι είναι Αργεντινοί και τους πρότεινε σε αντάλλαγμα της ελευθερίας τους να προπονήσουν την τοπική αθλητική ομάδα. Όταν η ομάδα νίκησε σε κάποιον αγώνα, οι οπαδοί της τους πρόσφεραν αεροπορικά εισιτήρια για την Μπογκοτά, πρωτεύουσα της Κολομβίας. Κι εκεί όμως τους φυλάκισαν. Κάποιοι γνωστοί φοιτητές μάζεψαν χρήματα και τους βοήθησαν να φτάσουν στην Κουκούτα, πόλη στα σύνορα της Βενεζουέλας. Από εκεί πέρασαν στη Βενεζουέλα και στις 14 Ιουλίου 1952 έφτασαν στην πρωτεύουσα Καράκας. Ο Αλμπέρτο έμεινε εκεί, ενώ ο Τσε με τη βοήθεια ενός μακρινού του συγγενή που συνάντησε τυχαία επέστρεψε στο Μπουένος Άιρες, τον Αύγουστο του 1952.
Το ταξίδι του με τον Γκρανάντος συντέλεσε στην αποφασιστική στροφή του Γκουεβάρα στην πολιτική. Ο Τσε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για ν` αλλάξει κανείς τη μοίρα των λαών της Λατινικής Αμερικής και για να τους απελευθερώσει από τον ιμπεριαλισμό ήταν επιτακτική ανάγκη να γίνει κοινωνική επανάσταση. Κατάλαβε ακόμη ότι η Αμερική ήταν μια ήπειρος με πολιτιστική και οικονομική ενότητα και όχι ένα σύνολο χωριστών εθνών, γι` αυτό και χρειαζόταν κοινή στρατηγική.
Τον Ιούλιο του 1953 ξεκίνησε από το σιδηροδρομικό σταθμό "Μπελγκράνο" του Μπουένος Άιρες για το Καράκας μέσω της Λα Παζ (πρωτεύουσας της Βολιβίας). Στη Βολιβία πήγαιναν πολλοί διανοούμενοι με προοδευτικές ιδέες και πολιτικοί παράγοντες, για να αποκτήσουν πείρα. Εκεί ο Τσε συναντήθηκε με επιφανείς ανθρώπους, επισκέφθηκε ορεινά χωριά Ινδιάνων και εργάστηκε στη διεύθυνση πληροφοριών και πολιτισμού καθώς και στην υπηρεσία για την εφαρμογή αγροτικής μεταρρύθμισης στον τομέα της έγγειας ιδιοκτησίας. Ενώ γοητεύτηκε όμως από τον κόσμο των Ινδιάνων, απογοητεύτηκε από τη βολιβιανή επανάσταση. Και τούτο γιατί οι Ινδιάνοι εξακολουθούσαν να ζουν μέσα στην αθλιότητα, όπως κι όταν βρίσκονταν κάτω απ` την ισπανική κατοχή.
Συνέχισε το ταξίδι του προς το Περού. Από εκεί μαζί με τον Ρόχο που γνώρισε στη Λα Παζ και τον Φερέρ τράβηξαν για τα παράλια του Ειρηνικού ωκεανού. Πέρασαν τα σύνορα του Ισημερινού στις 26 Σεπτεμβρίου 1953. Στον Ισημερινό απευθύνθηκαν στο προξενείο της Κολομβίας για διαβατήριο, αλλά ο πρόξενος θα τους το έδινε μόνο αν τον διαβεβαίωναν ότι διαθέτουν αεροπορικά εισιτήρια για να ταξιδέψουν ως την Μπογκοτά, αφού η μετακίνηση με λεωφορείο ήταν επισφαλής. Οι ταξιδιώτες κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν δωρεάν εισιτήρια με το πλοίο "Γιουνάιτεντ Φρουτ Κόμπανι" που ταξίδευε απ` το Γκουαγιακίλ στον Παναμά. Όταν έφτασαν στον Παναμά, η ομάδα χώρισε. Ο Ρόχο συνέχισε το ταξίδι του για τη Γουατεμάλα, ενώ ο Γκουεβάρα και ο Φερέρ έμειναν στον Παναμά, γιατί δεν είχαν χρήματα. Ο Τσε πούλησε όλα του τα βιβλία, δημοσίευσε ορισμένα ρεπορτάζ που έκανε, αλλά πάλι τα χρήματα ήταν λίγα. Τελικά ταξίδεψε στην πρωτεύουσα της Κόστα Ρίκα, το Σαν Χοσέ, με περαστικό μεταφορικό μέσο, το οποίο όμως ανατράπηκε. Ο Ερνέστο χτύπησε σοβαρά στο αριστερό του χέρι και στα πόδια. Αρχές του Δεκέμβρη οι δυο φίλοι έφτασαν στον προορισμό τους.
Στο τέλος του 1953 ο Τσε με τη συντροφιά μερικών Αργεντινών συντρόφων κατευθύνθηκε με λεωφορείο από το Σαν Χοσέ στο Σαν Σαλβαντόρ κι από εκεί στις 24 Δεκεμβρίου στη Γουατεμάλα, όπου γνώρισε την Περουβιανή Ίλντα Γκαντέα Ακόστα, μετέπειτα σύζυγό του. Συνάντησε επίσης Κουβανούς συνεργάτες του Φιντέλ Κάστρο, όπως τον Αντόνιο Λοπές Φερνάντες και τον Μάριο Νταλμάου Λοπές. Όλοι αυτοί θ` αποτελέσουν μέλη της αποστολής της "Γκράνμα". Ο Ερνέστο προσφέρθηκε να εργαστεί ως γιατρός στη ζούγκλα Πετέν ή να κάνει οτιδήποτε ωφέλιμο για την επανάσταση, αλλά οι κυβερνητικοί του ζήτησαν να επικυρώσει πρώτα το δίπλωμα του γιατρού, για το οποίο χρειαζόταν το λιγότερο ένα χρόνο. Στο μεταξύ για να βγάζει τα έξοδά του έγραφε στον τοπικό Τύπο, έκανε τον πλασιέ βιβλίων και συνεργαζόταν με τη νεολαιίστικη οργάνωση του Κόμματος Εργασίας της Γουατεμάλας, την Πατριωτική Νεολαία Εργασίας.
Στο μεταξύ η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών κατηγόρησε την κυβέρνηση της Γουατεμάλα ότι υποστηρίζει το κομουνιστικό καθεστώς. Στις 17 Ιουνίου 1954 εισέβαλαν στο έδαφός της. Ο κυβερνήτης της χώρας Άρμπενς Γκουσμάν, ο οποίος ηγούνταν ενός προοδευτικού καθεστώτος, προσπάθησε να δώσει ειρηνική λύση απευθυνόμενος στον ΟΗΕ και ζητώντας την αποχώρηση των εισβολέων. Ωστόσο το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν πήρε κανένα αποτελεσματικό μέτρο. Ο στρατός της Γουατεμάλας διέλυσε από μόνος του τις συμμορίες των μισθοφόρων και έτσι η επιδρομή που έγινε με πρωτοβουλία της CIA, του Πενταγώνου και του υπουργείου Εξωτερικών κινδύνευε ν` αποτύχει. Τελικά ο Άρμπενς, μετά από έντονη πίεση, παραιτήθηκε από το αξίωμα του προέδρου, στις 27 Ιουνίου 1954.
Ο Τσε όλη αυτή την περίοδο καλούσε τους κατοίκους της Γουατεμάλας να αγωνιστούν ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Για το λόγο αυτόν η CIA τον κατέγραψε στ` αρχεία της ως "επικίνδυνο κομουνιστή" που πρέπει να εξοντωθεί. Στα τέλη Ιουλίου ζήτησε άσυλο στην πρεσβεία της Αργεντινής μαζί με Κουβανούς και κάποιους Γουατεμαλέζους. Όλοι αυτοί χωρίστηκαν σε "δημοκράτες" και κομουνιστές. Ο Τσε προσχώρησε στους τελευταίους. Ο πρεσβευτής του πρότεινε να γυρίσει στην Αργεντινή με έξοδα του κράτους, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Το Σεπτέμβριο κατευθύνθηκε προς το Μεξικό, όπου είχαν πάει κι άλλοι φίλοι του έτοιμοι να συνεχίσουν την επανάσταση. Το φθινόπωρο η CIA του άνοιξε ατομικό φάκελο, ως συνεργάτη του Φιντέλ Κάστρο ο οποίος πολεμούσε στη Σιέρα Μαέστρα.
Στο ταξίδι για το Μεξικό ο Γκουεβάρα γνώρισε τον κομουνιστή Πατόχο (το πραγματικό του όνομα ήταν Χούλιο Ρομπέρτο Κασέρες Βαλιέ) με τον οποίο έγιναν φίλοι. Έφτασαν στο Μεξικό στις 21 Σεπτεμβρίου 1954, συνδέθηκαν με Πορτορικανούς πρόσφυγες και έμειναν σ` ένα μικρό δωμάτιο που τους διέθεσε ο Πορτορικανός Χουάν Χουάρμπε, επιφανής παράγοντας του Εθνικιστικού Κόμματος. Για να κερδίσουν χρήματα έκαναν τους φωτογράφους. Όταν αργότερα ήρθε στο Μεξικό και η τριαντάχρονη Ίλντα και παντρεύτηκαν, ο Τσε αναγκάστηκε να ψάξει για δουλειά. Άρχισε και πάλι να κάνει τον πλασιέ βιβλίων στον τοπικό εκδοτικό οίκο "Φόντο ντε Κουλτούρα Εκονόμικα" που εξέδιδε βιβλία για κοινωνικά κυρίως προβλήματα. Έπιασε επίσης δουλειά ως νυχτοφύλακας σε έκθεση βιβλίων. Σε σύντομο χρονικό διάστημα πήρε θέση στο τμήμα αλλεργίας του νοσοκομείου, παρέδιδε μαθήματα στην ιατρική σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου και είχε επιστημονική συνεργασία με το Ινστιτούτο καρδιολογίας.
Την ίδια χρονιά (1955) γνώρισε τον Ραούλ Κάστρο, αδερφό του Φιντέλ, μέσω του φίλου του από τη Γουατεμάλα Νίκο Λοπές. Συμφώνησαν να γνωρίσει και τον Φιντέλ, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στη Νέα Υόρκη για να συγκεντρώσει χρήματα από τους Κουβανούς πρόσφυγες και να χρηματοδοτήσει μια μελλοντική αποστολή. Μόλις επέστρεψε ο Φιντέλ, ο Γκουεβάρα τον συνάντησε στο σπίτι της Μαρίας Αντόνια Γκονσάλες. Σύμφωνα με μαρτυρία του Τσε μίλησαν για τη διεθνή πολιτική, ενώ είναι βέβαιο ότι ο πολιτικός εξόριστος Φιντέλ του μίλησε και για τα σχέδιά του και για το πολιτικό του πρόγραμμα.
Μετά από τη συνάντηση αυτή, σε σύντομο χρονικό διάστημα, στην Αργεντινή ξέσπασε στρατιωτικό πραξικόπημα και ανατράπηκε ο Περόν. Οι αρχές πρότειναν στους αντιπάλους του να επιστρέψουν στο Μπουένος Άιρες, αλλά ο Τσε που ανήκε σ` αυτούς δε δέχτηκε. Τον είχε απορροφήσει η αποστολή στην Κούβα και άρχισε μια μεγάλη προσπάθεια για την επίτευξη αυτού του στόχου. Σε φιλικό τυπογραφείο τύπωνε αποδείξεις για την είσπραξη συνδρομών και εισφορών, διακηρύξεις και γενικά έγγραφα του "Κινήματος της 26ης του Ιούλη. Ο Φιντέλ διόρισε τον Τσε "υπεύθυνο των στελεχών" στο "πανεπιστήμιο" του συνταγματάρχη Μπάιο, ο οποίος προετοίμαζε τους αντάρτες. Οι ενέργειες γίνονταν γρήγορα. Όμως και οι πράκτορες της CIA δεν έμειναν αργοί. Στις 22 Ιουνίου 1956 η μεξικανική αστυνομία συνέλαβε τον Τσε και στις 26 του ίδιου μήνα μεταξύ των προσώπων των συλληφθέντων που παρουσίασε η εφημερίδα "Εξελσιόρ" βρισκόταν και εκείνος. Ο χαρακτηρισμός που του απέδιδαν ήταν επικίνδυνος "διεθνής κομουνιστής προπαγανδιστής" που έδρασε στη Γουατεμάλα σαν "πράκτορας της Μόσχας". Ο Τσε αποφυλακίστηκε μετά από 57 ημέρες, στις 10 Αυγούστου.
Στο μεταξύ ο Φιντέλ συνέχισε να οργανώνει στρατό. Στις 25 Νοεμβρίου 1956 ο Τσε με άλλους 82 μαχητές φεύγει από το Μεξικό με τη θαλαμηγό "Γκράνμα" και φτάνει στην επαρχία Οριέντε της Κούβας, στις 2 Δεκεμβρίου. Ο στρατός του Μπατίστα όμως τους εντόπισε πολύ γρήγορα και τους αποδεκάτισε. Οι μισοί σχεδόν αντάρτες σκοτώθηκαν, γύρω στους είκοσι αιχμαλωτίστηκαν, ενώ πολλοί από αυτούς υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια και τουφεκίστηκαν. Ο Τσε τραυματισμένος, μαζί με τους λίγους που τελικά επέζησαν, έφτασε στους πρόποδες του ορεινού συγκροτήματος Σιέρα Μαέστρα και οργάνωσε τον πυρήνα ενός αντάρτικου στρατού.
Σιγά σιγά οι επαναστάτες αντάρτες άρχισαν να πληθαίνουν με τη συμμετοχή ντόπιων χωρικών, αλλά και την υποστήριξη διανοούμενων και εργατών. Πέτυχαν την πρώτη νίκη στις 16 Νοεμβρίου 1956, όταν κατέλαβαν το στρατιωτικό φυλάκιο στον ποταμό Λα Πλάτα. Στην επιχείρηση αυτή συμμετείχε και ο Τσε.
Το Γενάρη του 1957 ήταν πλέον εμφανείς οι πρώτες μικρές νίκες των ανταρτών, οι οποίοι απέκτησαν δύναμη αρπάζοντας όπλα από τον αντίπαλο. Παράλληλα κατόρθωσε να αποκατασταθεί η σύνδεση με την παράνομη οργάνωση του "Κινήματος της 26ης του Ιούλη" που δρούσε στο Σαντιάγκο και στην Αβάνα. Οι αρχηγοί της παρανομίας και τα στελέχη ανέβηκαν στο βουνό, συναντήθηκαν με τον Φιντέλ και ανέλαβαν να εφοδιάσουν τους επαναστάτες με όπλα, ρούχα, τρόφιμα, χρήματα και να στείλουν εθελοντές.
Στα μέσα του Μάρτη οι επαναστάτες ενισχύθηκαν με την άφιξη ενός τμήματος πενήντα εθελοντών, το οποίο αύξησε τις δυνάμεις τους σχεδόν στο διπλάσιο. Ο Φιντέλ χώρισε τους μαχητές σε τρεις διμοιρίες, ενώ ο Τσε έμεινε ο επίσημος γιατρός στο γενικό επιτελείο και ουσιαστικά σύμβουλος ή αξιωματικός σύνδεσμος του Κάστρο.
Η μάχη στο Ουβέρο που έγινε το Μάη του 1957 έδειξε πως ο Αργεντινός ασθματικός διέθετε τα φυσικά προτερήματα των μαχητών όπως θάρρος, ψυχραιμία, κεραυνοβόλα αντίληψη. Για το λόγο αυτόν, όταν στις αρχές Ιουλίου 1957 ο Φιντέλ Κάστρο χώρισε τα επαναστατικά τμήματα σε δύο φάλαγγες, ανέθεσε τη διοίκηση της μιας στον Τσε και λίγο αργότερα του έδωσε το βαθμό του ταγματάρχη. Από τη θέση αυτή ο Ερνέστο οργάνωσε υγειονομικούς σταθμούς, στρατιωτικά νοσοκομεία, συνεργεία επισκευής όπλων, μια μικρή καπνοβιομηχανική επιχείρηση και τύπωσε στον πολύγραφο την εφημερίδα "Ελ Κούμπα Λίμπρε".
Στις 21 Αυγούστου 1958 ο Γκουεβάρα πήρε διαταγή να μετακινηθεί στην περιοχή Λας Βίλιας, επικεφαλής της όγδοης φάλαγγας "Σίρο Ρεντόντο". Στις 16 του Οκτώβρη η φάλαγγά του έφτασε στα βουνά του Εσκαμπράι, αφού προκάλεσε αισθητό πλήγμα στον πολυάριθμο στρατό του Μπατίστα.
Το Δεκέμβρη οι μαχητές της φάλαγγας πολιόρκησαν τη Σάντα Κλάρα.
Με την είσοδο του επόμενου χρόνου (1959) ο Μπατίστα εγκατέλειψε τη χώρα. Ο αντικαταστάτης του Καστίλιο δεν μπόρεσε να κρατηθεί στην εξουσία παραπάνω από ένα εικοσιτετράωρο κι έτσι η είσοδος της φάλαγγας του Τσε στην Αβάνα στις 2 Ιανουαρίου ήταν θριαμβευτική. Αμέσως εγκαταστάθηκε μια προοδευτική κυβέρνηση με μαρξιστικό προσανατολισμό. Στις 13 Ιανουαρίου ο Γκεβάρα αναλαμβάνει διοικητής της στρατιωτικής ακαδημίας. Με απαίτηση των καθοδηγητών του επαναστατικού στρατού η κυβέρνηση ψήφισε την 9η Φεβρουαρίου νόμο σύμφωνα με τον οποίο ο Ερνέστο Γκουεβάρα πήρε την κουβανική υπηκοότητα και έγινε ισότιμος με τους ντόπιους Κουβανέζους.
Η αρχή της φιλολογικο-δημοσιολογικής δραστηριότητας του Τσε έγινε με τη δημοσίευση του άρθρου "Τι είναι ο παρτιζάνος" στην εφημερίδα "Ρεβολουσιόν", στις 19 Φεβρουαρίου. Στη δραστηριότητα αυτή ο Τσε αφοσιώθηκε μ` όλο το επαναστατικό του πάθος.
Το 1959 (22 Μαΐου) πήρε διαζύγιο από την Περουβιανή σύζυγό του Ίλντα και λίγες ημέρες αργότερα (2 Ιουνίου) παντρεύτηκε την Αλέιντα Μαρτς, την οποία είχε συναντήσει για πρώτη φορά σε μια μάχη στα βουνά του Εσκαμπράι. Η Αλέιντα ήταν στέλεχος του Φιντέλ, συγκεκριμένα του Μ26J στη Σάντα Κλάρα και στα πέντε χρόνια της κοινής τους ζωής του χάρισε τέσσερα παιδιά: δύο κορίτσια και δύο αγόρια. Η Ιλντίτα, απ` τον πρώτο γάμο του Τσε, εξακολουθούσε να ζει μαζί τους.
Λίγες ημέρες μετά το δεύτερο γάμο του (12 Ιουνίου) ο Τσε αναχώρησε με εντολή της κουβανικής κυβέρνησης για να συνάψει φιλικές σχέσεις με χώρες του "τρίτου κόσμου": Αίγυπτο, Σουδάν, Πακιστάν, Ινδία, Βιρμανία, Ινδονησία, Κεϋλάνη, και να επισκεφθεί την Ιαπωνία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ισπανία. Ήταν το πρώτο ταξίδι Κουβανού, αλλά και Λατινοαμερικανού παράγοντα στις χώρες της Ανατολής.
Ο Τσε έμεινε στο εξωτερικό σχεδόν τρεις μήνες, από τις 12 του Ιούνη ως τις 5 του Σεπτέμβρη. Ένα μήνα μετά την επιστροφή του (7 Οκτώβρη) διορίστηκε προϊστάμενος του τμήματος βιομηχανίας του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Μεταρρύθμισης (ΙΝΡΑ) διατηρώντας τη στρατιωτική του θέση. Στις 26 του Νοέμβρη, με πρόταση του Φιντέλ Κάστρο, ο Τσε διορίστηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο Διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας της Κούβας, όπου έμεινε ως τις 23 Φλεβάρη 1961. Τότε διορίστηκε επικεφαλής του υπουργείου Βιομηχανίας. Παράλληλα με το υπουργείο ο Τσε καθοδηγούσε δραστήρια και το Κεντρικό Συμβούλιο Προγραμματισμού και συνέχισε να ασχολείται με την ανασυγκρότηση του νέου Επαναστατικού Στρατού.
Ανήκε στην ανώτατη ηγεσία του "Κινήματος της 26ης του Ιούλη". Μετά τη συγχώνευση του κινήματος, το δεύτερο εξάμηνο του 1961, με το Λαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και το Επαναστατικό Φοιτητικό Διευθυντήριο και ύστερα από την εμφάνιση των Ενωμένων Επαναστατικών Οργανώσεων (ΕΕΟ), εκλέχτηκε μέλος της Εθνικής καθοδήγησης, της Γραμματείας και της Οικονομικής Επιτροπής των ΕΕΟ. Οι ΕΕΟ το Μάη του 1963 μετασχηματίστηκαν σε Ενιαίο Κόμμα της Κουβανικής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και καταγράφτηκε πάλι ως μέλος τους.
Συμμετείχε στα εγκαίνια της σοβιετικής έκθεσης επιτεύξεων της επιστήμης, της τεχνικής και του πολιτισμού, τα οποία έγιναν στις 5 του Φλεβάρη στην Αβάνα. Εκεί συνάντησε για πρώτη φορά τον Α.Ι. Μικογιάν, πρώτο αντιπρόεδρο της κυβέρνησης της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους εξέδωσε το βιβλίο "Ο Ανταρτοπόλεμος", που ήταν αφιερωμένο σ` έναν άλλο ήρωα της Κουβανικής Επανάστασης, τον Καμίλο Σιενφουέγκος.
Ο Τσε πήρε μέρος στην επεξεργασία της πρώτης Διακήρυξης της Αβάνας, το Σεπτέμβριο του 1960, η οποία έγινε με αφορμή τις απειλές των Ηνωμένων Πολιτειών να καταλάβουν την επαναστατική Κούβα. Στις 22 του Οκτώβρη επικεφαλής οικονομικής αντιπροσωπείας ξεκινά τη δεύτερή του περιοδεία στις σοσιαλιστικές χώρες: Τσεχοσλοβακία, ΕΣΣΔ, Κίνα, Β. Κορέα και Ανατολική Γερμανία, η οποία ολοκληρώνεται στις 23 Δεκέμβρη.
Το 1961 επικρατεί μια δυσφορία στις σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κούβα. Τη 17η Απριλίου μισθοφόροι της CIA εισβάλλουν στον Κόλπο των Χοίρων, ενώ ο Τσε βρισκόταν στη θέση του διοικητή της στρατιάς της περιοχής Πινάλ ντε Ρίο. Στις 2 Ιουνίου του ίδιου χρόνου υπογράφει με την ΕΣΣΔ οικονομική συμφωνία και είκοσι δύο μέρες αργότερα γνωρίζει τον Γιούρι Γκαγκάριν στην Αβάνα. Τον Αύγουστο στάλθηκε ως εκπρόσωπος της Κούβας στη διάσκεψη του Οργανισμού Αμερικανικών Κρατών στην Πούντα ντελ Έστε της Ουρουγουάης. Ο πρόεδρος Κένεντι είχε καλέσει τις κυβερνήσεις και τους λαούς της Λατινικής Αμερικής να ενωθούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες με σκοπό την ικανοποίηση βασικών αναγκών, σε κατοικίες, γη, υγεία και παιδεία. Στην τελική συνεδρίαση της διάσκεψης ο Γκουεβάρα απέρριψε την "Ένωση χάρη της προόδου" λέγοντας ότι δεν μπορούν να συμμετέχουν σε μια ένωση που δε δίνει τίποτα στο λαό τους. Ακολούθησαν σύντομες επισκέψεις και διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο της Αργεντινής Φροντίσι και τον πρόεδρο της Βραζιλίας Κουάντρος.
Τα αποτελέσματα της διάσκεψης στην Πούντα ντελ Έστε φάνηκαν στις αρχές του 1962, όταν η Κούβα εκδιώχτηκε από τον Οργανισμό Αμερικανών Κρατών (31 Ιανουαρίου) και της επιβλήθηκε πλήρης εμπορικός αποκλεισμός, την 3η Φεβρουαρίου. Την επόμενη μέρα του αποκλεισμού ακολούθησε "Δεύτερη διακήρυξη της Αβάνας", όπου προασπιζόταν ο επαναστατικός αγώνας σε παναμερικανική κλίμακα. Την περίοδο 27 Αυγούστου - 3 Σεπτεμβρίου ο Τσε πραγματοποίησε νέα επίσκεψη στη Μόσχα ως επικεφαλής της κουβανικής κομματικής και κυβερνητικής αντιπροσωπείας για την υπογραφή συμφωνίας με σκοπό την οικονομική συνεργασία. Στη συνέχεια επισκέφθηκε την Τσεχοσλοβακία.
Το 1963 ήταν για τον Τσε ευχάριστη και δυσάρεστη χρονιά. Τον Απρίλιο συνελήφθη και φυλακίστηκε η μητέρα του στην Αργεντινή, ύστερα από επίσκεψή της στην Κούβα. Τον Ιούνιο γεννήθηκε το τέταρτο παιδί του, η Σέλια, ενώ ο ίδιος ταξίδεψε στην Αλγερία, και πάλι ως επικεφαλής κυβερνητικής αντιπροσωπείας για το γιορτασμό της πρώτης επετείου της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Παράλληλα κυκλοφόρησε το βιβλίο του: "Ο ανταρτοπόλεμος: μια μέθοδος", όπου ανέφερε ότι ολόκληρη η ήπειρος πρέπει να εξεγερθεί.
Στις αρχές του 1964 ο Γκουεβάρα πήγε αεροπορικώς στη Νέα Υόρκη στη 19η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Στις 20 του Μάρτη έως τις 13 Απριλίου εκπροσώπησε την Κούβα στην παγκόσμια διάσκεψη για το εμπόριο και την ανάπτυξη, η οποία πραγματοποιήθηκε στη Γενεύη της Ελβετίας. Στις 4-19 του Νοέμβρη πραγματοποίησε την τρίτη και τελευταία του επίσκεψη στη Μόσχα για το γιορτασμό της 47ης επετείου της Μεγάλης Οκτωβριανής σοσιαλιστικής Επανάστασης και το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου ξεκίνησε μια τρίμηνη περιοδεία στην Αφρική (Αλγερία, Μάλι, Κονγκό-Μπραζαβίλ, Γουινέα, Γκάνα, Δαχομέη, Αίγυπτος, Τανζανία) και την Κίνα, η οποία ολοκληρώθηκε το Μάρτη του 1965. Στο Αλγέρι πήρε μέρος στο 2ο οικονομικό σεμινάριο της οργάνωσης της Αφρικανο-ασιατικής αλληλεγγύης, όπου εκφώνησε την τελευταία δημόσια ομιλία του και κάλεσε όλη την ήπειρο σ` έναν ενιαίο αντιιμπεριαλιστικό αγώνα.
Ο Τσε επέστρεψε στην Κούβα στις 15 Μαρτίου 1965. Έκανε απολογισμό για το ταξίδι του στο εξωτερικό στους υπαλλήλους του υπουργείου της Βιομηχανίας και μ` αυτό τον τρόπο έκλεισε τις δημόσιες εμφανίσεις του. Την 1η του Απρίλη άρχισε να γράφει αποχαιρετιστήρια γράμματα στους γονείς του, στα παιδιά του και στον Φιντέλ Κάστρο. Στις 3 Οκτωβρίου 1965 ο Φιντέλ διάβασε το γράμμα του Τσε στην ιδρυτική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του Κομουνιστικού Κόμματος της Κούβας στο οποίο φαινόταν καθαρά ότι ο Γκουεβάρα εξακολουθούσε να τρέφει ακλόνητη αλληλεγγύη προς την Κουβανική Επανάσταση. Πίστευε όμως ότι είχε φτάσει ο καιρός να προσφέρει τις υπηρεσίες του και σε άλλα έθνη που έχουν ανάγκη και γι` αυτό αποφάσισε να αγωνιστεί ως αντάρτης σε άλλους απελευθερωτικούς αγώνες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Έτσι εγκατέλειψε την Κούβα για να ξαναπολεμήσει με το όπλο στο χέρι ενάντια στους ιμπεριαλιστές.
Λίγο πριν την παρουσίαση του γράμματος από τον Φιντέλ οι φήμες οργίαζαν σχετικά με τα αίτια της εξαφάνισης του Τσε. Κάποιοι υποστήριξαν ότι αποχώρησε λόγω της αποτυχίας του προγράμματος εκβιομηχάνισης που στήριξε ως υπουργός της Βιομηχανίας. Άλλοι το απέδωσαν στους Σοβιετικούς αξιωματούχους, οι οποίοι πίεζαν τον Κάστρο, επειδή αποδοκίμαζαν την κομουνιστική κινεζόφιλη νοοτροπία του Γκουεβάρα. Ακούστηκε ακόμη ότι ο Τσε εξαφανίστηκε γιατί δε συμφωνούσε με την οικονομική ανάπτυξη και την ιδεολογική γραμμή που πρότεινε η κουβανική ηγεσία.
Τίποτα από τα παραπάνω όμως δεν αλήθευε. Ο Γκουεβάρα αποφάσισε να εγκαταλείψει ή εγκατέλειψε την Κούβα τον Απρίλη του 1965. Τα ίχνη του εξαφανίζονται για 19 μήνες περίπου και ξαναεμφανίζονται το Νοέμβρη του 1966 στη Βολιβία. Δεν είναι ξεκάθαρο πού ακριβώς βρισκόταν ο Τσε αυτό το διάστημα. Ίσως κατευθύνθηκε προς το Βόρειο Βιετνάμ και διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής. Ο Τύπος υποστήριξε ότι βρισκόταν στην Αφρική και πήρε μέρος μαζί μ` άλλους Κουβανούς αντάρτες αγωνιστές στον εμφύλιο πόλεμο στο Κονγκό και ότι αποχώρησε από εκεί μετά την ήττα των επαναστατικών δυνάμεων, στις 23 Νοεμβρίου. Ωστόσο είναι επίσης πιθανό να παρέμεινε στην Κούβα μυστικά. Τίποτα όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Ο Τσε σχεδίαζε τη Βολιβιανή Επανάσταση από το Μάρτιο του 1964, δηλαδή ένα χρόνο πριν την "εξαφάνισή" του από την Κούβα. Έτσι το φθινόπωρο του 1966 (3 Νοεμβρίου) φτάνει στη Λα Παζ, πρωτεύουσα της Βολιβίας, με το ψευδώνυμο Αδόλφο Μένα Γκονσάλες. Στην τσέπη του είχε παράλληλα το ουρουγουανικό διαβατήριο με όνομα του εμπόρου Ρον Μπενίτες Φερνάντες. Η μεταμφίεσή του ήταν μοναδική: χωρίς γένια, φαλακρός, με μεγάλα ματογυάλια και με γραβάτα.
Όταν έφτασε στη Βολιβία, βρίσκονταν ήδη εκεί οι περισσότεροι από τους 17 Κουβανούς που αργότερα θα καταταγούν στο σώμα του Τσε. Ο ίδιος εγκαταστάθηκε στην αντάρτικη βάση του Νακαχουασού. Στις 7 του Νοέμβρη 1966 άρχισε να γράφει το ημερολόγιο που βρέθηκε και δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Όπως αναφέρει, οι πρώτοι μήνες στη Βολιβία ήταν αφιερωμένοι στην εκπαίδευση των Βολιβιανών ανταρτών, η οποία στηριζόταν στην πείρα του από την Κουβανική Επανάσταση και στα τεχνάσματα του ανταρτοπολέμου. Τα βράδια, μετά το φαγητό, ο Τσε δίδασκε γαλλικά, για όσους επιθυμούσαν.
Ο Τσε υπολόγιζε να μείνει κρυφά στην περιοχή Νακαχουασού ως το τέλος του 1967 και μόνο τότε ν` αρχίσει τις μαχητικές επιχειρήσεις. Στις 23 του Μάρτη όμως άρχισαν τυχαία οι πολεμικές ενέργειες του αντάρτικου τμήματος με ήττα των κυβερνητικών στρατευμάτων. Τον Απρίλιο, στις 16, μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο το μήνυμα του Γκουεβάρα προς την Οργάνωση Αλληλεγγύης των λαών της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής που είναι γνωστό με τον τίτλο "Εμπρός για δύο, τρία... πολλά Βιετνάμ: αυτό είναι το σύνθημα της ημέρας!". Μ` αυτό τον τρόπο αγωνίστηκε για τη δημιουργία εστιών αγώνα στη Λατινική Αμερική που προορίζονταν να προκαλέσουν τα πυρά του ιμπεριαλισμού. Στις 20 του Απρίλη οι βολιβιανές αρχές συνέλαβαν τον Μπούστος, τον Ρόσα και το συγγραφέα Ροζέ Ντεμπρέ, ο οποίος επιβεβαίωσε την παρουσία του Τσε στη Βολιβία. Στις 29 Ιουλίου ξεκίνησαν στην Αβάνα οι εργασίες για την ίδρυση της διάσκεψης της οργάνωσης της Λατινοαμερικανικής αλληλεγγύης. Οι μάχες συνεχίζονται. Σε μια απ` αυτές, στις 8 του Οκτώβρη 1967, στη στενή κοιλάδα Γιούρο, ο Τσε τραυματισμένος αιχμαλωτίζεται. Στις 9 του Οκτώβρη 1967, ημέρα Δευτέρα, γύρω στις 1.30 το μεσημέρι, στο χωριό Ιγκέρα, οι "Ρέιντζερς", πράκτορες της CIA, τον εκτέλεσαν με διαταγή της βολιβιανής χούντας. Στις 15 του Οκτώβρη ο Φιντέλ Κάστρο σε ομιλία του από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση επιβεβαίωσε τον τραγικό θάνατο του Τσε και όρισε 30 ημέρες πένθος. Η ημέρα θανάτου του (8 Οκτώβρη) ανακηρύχθηκε "Μέρα του ήρωα αντάρτη".
Ο μύθος του Τσε άρχισε να εξαπλώνεται με μεγάλη ταχύτητα σ` όλο τον κόσμο. Αμέσως μετά το θάνατό του πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις διαμαρτυρίας για το θάνατό του, δημοσιεύθηκαν άρθρα, γράφτηκαν ποιήματα. Τον Ιούνιο του 1968 κυκλοφόρησε στην Αβάνα η πρώτη έκδοση του "Βολιβιανού Ημερολογίου" που μοιάζει να γράφτηκε με το αίμα αυτού του επαναστάτη. Δίκαια ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν Πολ Σαρτρ τον χαρακτήρισε ως τον "πιο ολοκληρωμένο άνθρωπο της εποχής μας". Ως πνευματικός άνθρωπος πίστευε ότι πρέπει να αγωνιστεί για όλους τους πολιτικά ανελεύθερους και οικονομικά καταπιεσμένους. Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του πολίτη όλων των κρατών. Χαρακτηριστικά την ημέρα της σύλληψής του είχε πει "Είμαι Κουβανός, Αργεντινός, Βολιβιανός, Περουβιανός, Εκουαδοριανός κ.ο.κ.". Είχε χρέος να παλέψει για όλους.
Τον Οκτώβρη του 1997, τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, ο Τσε εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς για πολλούς ανθρώπους. Στη Βαλεγκράντε, την πόλη που βρέθηκαν τα οστά του, αλλά και στην Κούβα, εκατοντάδες κάτοικοι γιόρτασαν την επέτειο του θανάτου του μ` έναν ιδιαίτερο τρόπο, που θύμιζε περισσότερο παραδοσιακό πανηγύρι. Στα πλαίσια αυτών των γιορτασμών ο Φιντέλ Κάστρο ανακοίνωσε ότι ο λαός θα μπορεί να γιορτάζει πλέον ελεύθερα όλα όσα πρέσβευε ο Ερνέστο Γκουεβάρα Τσε.
Ο γνωστός σ` όλους Γκεβάρα, το σύμβολο του `68, ο στοχαστής και διανοούμενος, το πολιτικό στέλεχος της Λατινικής Αμερικής, αποτελεί πλέον το παγκόσμιο ίνδαλμα του επαναστάτη που έχει χρέος όχι απλά να υπόσχεται, αλλά "να κάνει την επανάσταση" που θα οδηγήσει τον κόσμο σε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Το λήμμα βασίζεται στο αντίστοιχο λήμμα της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας ΕΡΜΗΣ, το περιεχόμενο της οποίας διατέθηκε από το χορηγό περιεχομένου εκδόσεις ΜΕΙΔΙΑΜΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Site Translator-Μεταφραστής

Αναγνώστες

Το banner μας


Αντιγράψτε τον κωδικό για να τοποθετήσετε αυτό το banner στη σελίδα σας!

Sync it